- ανεψιότης
- ἀνεψιότης, η (Α)η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεψιότης — relationship of cousins fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιότητος — ἀνεψιότης relationship of cousins fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)